- κρυσταλλοχιονάτος
- -η, οαυτός που έχει σάρκα λευκή σαν το χιόνι και λαμπερή σαν το κρύσταλλο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κρύσταλλος — ο, η (AM κρύσταλλος, ὁ) 1. κάθε στερεό υλικό τού οποίου τα άτομα είναι διατεταγμένα με καθορισμένο τρόπο και το οποίο παρουσιάζει κανονικότητα στην εξωτερική του επιφάνεια ως αντανάκλαση τής εσωτερικής του συμμετρίας 2. διαφανής και καθαρός πάγος … Dictionary of Greek